- αντιπληθωρικός
- -ή, -ό(για μέτρα, πολιτική κ.λπ.) αυτός που αποβλέπει στο να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό, την πληθωρική κυκλοφορία του χαρτονομίσματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιπληθωριστικός — βλ. αντιπληθωρικός … Dictionary of Greek